- κολάρο
- collier
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
κολάρο — το 1. ο σκληρός γιακάς τών υποκαμίσων 2. πρόσθετος γιακάς σε πουκάμισο 3. μτφ. αφρός μπίρας στο ποτήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. collaro. Στην παλαιότερη αλλά και σε μεγάλο μέρος τής σύγχρονης βιβλιογραφίας ο τ. απαντά με την παραδοσιακή του γρφ. κολλ … Dictionary of Greek
κολάρο — το (λ. ιταλ.), γιακάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολαρίζω — [κολάρο] 1. βυθίζω σε διάλυμα αμύλου λινά ή βαμβακερά υφάσματα ή ενδύματα, σεντόνια, τραπεζομάντηλα, γιακάδες κ.λπ. για να γίνουν σκληρά και στητά με το σιδέρωμα* 2. προσθέτω άμυλο σε κρασί για να γίνει διαυγές … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
κολλάριον — κολλάριον, τὸ (Α) περιλαίμιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. collarium βλ. και λ. κολάρο] … Dictionary of Greek
κολλάρο — το βλ. κολάρο … Dictionary of Greek
μπελαμάνα — η ναυτ. κύριο τμήμα τής χειμερινής στολής τών ανδρών τού πολεμικού ναυτικού, με ειδικό κολάρο και μαντίλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bellamano] … Dictionary of Greek
μπερλίνα — I Ατιμωτική ποινή που χρησιμοποιήθηκε από τον Μεσαίωνα έως τον περασμένο αιώνα. Περιλάμβανε την έκθεση του κατάδικου στα μάτια του πλήθους, σε μία τοποθεσία που κι αυτή ονομαζόταν μ. Ο τρόπος εκτέλεσης της μ. ποίκιλλε κατά τόπο και χρόνο, αλλά… … Dictionary of Greek
περιαυχένιος — α, ο / περιαυχένιος, ον, ΝΑ αυτός που περιβάλλει τον αυχένα («κόσμος περιαυχένιος», Διον. Αλ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το περιαυχένιο α) το μέρος τής σαγής υποζυγίου, το οποίο περιβάλλει τον αυχένα, η λαιμαργία, αλλ. περιλαίμιο β) πλατύς… … Dictionary of Greek
περιλαίμιο — το, Ν 1. καθετί που περιβάλλει τον λαιμό και ειδικότερα το μέρος ενδύματος το οποίο είναι είτε συνερραμένο με αυτό είτε πρόσθετο, κολάρο («περιλαίμιο στρατιωτικής στολής») 2. δερμάτινη ή μεταλλική λωρίδα που τοποθετείται γύρω από τον λαιμό… … Dictionary of Greek
περιστόμιος — ο(ν), ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται γύρω από στόμιο ή από άνοιγμα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το περιστόμιο(ν) α) οτιδήποτε περιβάλλει στόμιο, οπή, άνοιγμα και κυρίως τεχνικό έργο («περιστόμιο φρέατος» στηθαίο πηγαδιού) β) ζωολ. περιοχή που περιβάλλει… … Dictionary of Greek